- κτηνώδικος
- -η, -οβλ. κτηνώδης.επίρρ...κτηνώδικαμε κτηνώδη τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… … Dictionary of Greek